- σπατάλη
- η, ΝΜΑυπερβολική δαπάνη, χρησιμοποίηση ή ανάλωση χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ (α. «η σπατάλη τού δημόσιου χρήματος» β. «μαχλάδος χρυσομανῆ σπατάλην», Ανθ. Παλ.)νεοελλ.1. άσκοπη και απερίσκεπτη χρήση ή ανάλωση (α. «σπατάλη χρόνου» β. «σπατάλη δυνάμεων»)2. (νομ.) άμετρη και αλόγιστη καταδαπάνηση οικονομικών πόρων, εξαιτίας τής οποίας διακινδυνεύεται η διατροφή προσώπων νομικά εξαρτημένων από τον σπάταλο ή πιθανολογείται διασπάθιση μέλλουσας κληρονομιάςαρχ.1. άσωτη, ακόλαστη ζωή2. (ειδικά) α) υπερπολυτελές γεύμα («ἢ χορτασθείην τής παρά σοι σπατάλης», Ανθ. Παλ.)β) υπερπολυτελές κόσμημα («ταρσών χρυσοφόρος σπατάλη», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος τού καθημερινού λεξιλογίου τής Αρχαίας, αβέβαιης ετυμολ., με επίθημα -άλη (πρβλ. κραιπ-άλη). Κατά μία άποψη, η λ. προέρχεται από το ρ. σπάω με τη σημ. «ρουφώ, απομυζώ» (για το σπάνιο θ. σπατ- τού σπάω* πρβλ. σπατίζω «μυζώ, βυζαίνω»)].
Dictionary of Greek. 2013.